Ίδρυμα

Ιδρυτές
Ευπατρίδες, με κοινό όραμα και αξιακό κώδικα, ο Παύλος και η Αλεξάνδρα Κανελλοπούλου πορεύθηκαν με αστείρευτη αγάπη για τον τόπο και την Ιστορία του
Παύλος Κανελλόπουλος
1906-2003

Ο Παύλος Κανελλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Γόνος της οικογένειας Κανελλοπούλου, του βιομήχανου Άγγελου Κανελλόπουλου και της Ελένης Οικονόμου, εκδήλωσε από νωρίς  αγάπη για τη γνώση. Σε ηλικία μόλις 15 ετών, ταξίδεψε στο Μόναχο για να σπουδάσει Νομική, Φιλολογία και Χημεία.

Αφετηρία της συλλεκτικής πορείας του έγινε το 1923, με την απόκτηση δυο σημαντικών έργων – θρησκευτικών εικόνων, της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, που χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα. Στον 16οαιώνα εστίασε το ενδιαφέρον του, καθ’ όλη την παραμονή του στη Γερμανία, επιτυγχάνοντας να εντοπίσει επιπλέον 45 Ελληνικά έργα Τέχνης, κυρίως αγιογραφίες, τις οποίες είχαν μεταφέρει εκεί Βαυαροί – μέλη της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνα.

Μετά την αποφοίτησή του το 1927, ανέπτυξε σκέψη «πολίτη του κόσμου», με ταξίδια στην Ευρώπη, ιδίως την Ιταλία και την Ισπανία. Συνδύασε τη συλλεκτική του δράση με τη μελέτη Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας. Η διάσωση έργων Ελληνικού Πολιτισμού, διάσπαρτων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, και η επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη έγινε σταδιακά σκοπός της ζωής του. Το 1940 απέκτησε άδεια συλλέκτη Ελληνικών και Βυζαντινών αρχαιοτήτων, χωρίς να σταματήσει έκτοτε να εμπλουτίζει τη Συλλογή του.

«Πολλοί στα κατοπινά χρόνια, με ρώτησαν, πώς μου ήλθε η ιδέα να γίνω συλλέκτης έργων ελληνικής τέχνης», κατέθετε ο ίδιος στο βιβλίο του «Σκέψεις». «Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι θα γίνω,  συνέβη χωρίς να το καταλάβω. Όπως νοιώθει κανείς διά μιας ότι έμαθε κολύμπι και επιπλέει στο νερό, ή ποδήλατο και στέκεται σε δύο ρόδες. Η διαφορά μου προς άλλους συλλέκτες είναι, ότι δεν ήτο κάτι που επεδίωξα, ο έρως όμως προς το ωραίο με έφερε εκεί σχεδόν αυτόματα».

Στην Ελλάδα επέστρεψε για να πολεμήσει ως εθελοντής στο μέτωπο της Αλβανίας. Το 1945, ανέλαβε τα ηνία της ΤΙΤΑΝ Α.Ε. ως Διευθύνων Σύμβουλος. Μετά το 1979, συνεισέφερε στην εταιρεία από τη θέση του Προέδρου.

Στο πρόσωπο της νεαρής Αλεξάνδρας Λόντου, ο Παύλος Κανελλόπουλος συνάντησε τη συνοδοιπόρο της ζωής του. Το κοινό όραμά τους για τον Πολιτισμό πήρε τη μορφή άρρηκτου δεσμού ανάμεσά τους. Παντρεύτηκαν το 1945 και έζησαν αρμονικά ως τον θάνατο του Παύλου, το 2003. Στον στενό κοινωνικό περίγυρο του ζευγαριού ανήκαν ιστορικοί, ακαδημαϊκοί, αρχαιολόγοι, μαζί τους ανέπτυξαν γόνιμο, συστηματικό διάλογο σε θέματα Ιστορίας και Τέχνης.

«Ήμουν θυμάμαι, ο τελευταίος επισκέπτης που εγκατέλειπε τις Πινακοθήκες», έγραφε χαρακτηριστικά ο Παύλος Κανελλόπουλος στις «Σκέψεις». «Παρέμενα σ’ αυτές, εκστατικός, ώρες ολόκληρες και μέσα μου ενδυνάμωνε η αγάπη μου για το ωραίο».

Προσωπικότητα εντυπωσιακά πολύπλευρη, δεν υπήρξε μόνον επίμονος συλλέκτης, αλλά και εξαιρετικά δραστήριος μελετητής, συμμετέχοντας σε επιστημονικές επιτροπές για την ανάδειξη της Ελληνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Το Μουσείο, με την ίδρυσή του το 1976, αποτέλεσε για τον ίδιο την πραγματοποίηση του ονείρου του. Ήταν τέτοια η αγάπη του, ώστε ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία, και παρά τη σημαντική δυσχέρειά του στην όραση, δεν έπαψε να το επισκέπτεται τακτικά και να ξεναγεί προσωπικά το κοινό, μεταδίδοντάς του τη βαθιά γνώση και την ανεξάντλητη αγάπη του για την Τέχνη και την Αρχαιολογία.

Ο Παύλος Κανελλόπουλος, πνευματικός άνθρωπος και ευπατρίδης, τιμήθηκε πολλές φορές από την ελληνική Πολιτεία αλλά και ξένες κυβερνήσεις, για το έργο του και την προσφορά του στο έθνος. Με συναισθηματική φόρτιση και περηφάνια, ο ίδιος ξεχώριζε από όλες τις διακρίσεις του το μετάλλιο Εκστρατείας Αλβανίας 1940 (Πολεμικός Σταυρός) «διά τήν ρωικήν του προσπάθειαν κατά τάς πιχειρήσεις» κατά τον  Ελληνοϊταλικό πόλεμο.

«…η έγνοια μας να παραμείνουν ή να επιστρέψουν στην πατρίδα μας πολλές αρχαιότητες οδήγησαν στην απόκτηση πάνω από 6.500 αντικειμένων …»

Αλεξάνδρα Κανελλοπούλου
1921-2008

Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1921. Κόρη του πολιτικού και υπουργού Ναυτιλίας Δημήτριου Λόντου και της Μελπομένης Σκαμπαβία, η Αλεξάνδρα διακρινόταν για την έμφυτη ευγένεια και γοητεία της. Η δοτικότητα και η γενναιοδωρία της θεωρούνται αξιομνημόνευτες.

Το έργο του πατέρα της αλλά και οι αρχές της μητέρας της αποτέλεσαν για την ίδια πρότυπα ζωής κληροδοτώντας της αίσθημα ευθύνης και προσφοράς. Αυτό το σύστημα αξιών χαρακτηρίζει την προσωπική συνεισφορά της, όχι μόνον στον πολιτιστικό αλλά και στον κοινωνικό τομέα, στο πεδίο της αλληλεγγύης και του εθελοντισμού.

Σε νεαρή ηλικία ακόμη, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσέφερε υπηρεσίες ως εθελόντρια αδελφή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στο πέρασμα του χρόνου, ανέπτυξε πολυδιάστατη δραστηριότητα, στηρίζοντας με κάθε τρόπο φιλανθρωπικούς οργανισμούς,  ενισχύοντας κοινωφελείς σκοπούς. Ως λάτρης της κλασικής μουσικής, δραστηριοποιήθηκε στη θέση του αντιπροέδρου του Μουσικού Σωματείου της διεθνούς φήμης πιανίστριας «Τζίνα Μπαχάουερ» – υπήρξε άλλωστε λάτρης της κλασικής μουσικής.

Ο γάμος της με τον Παύλο Κανελλόπουλο το 1945 την οδήγησε αβίαστα στο μονοπάτι που είχε ήδη χαράξει εκείνος. Δάσκαλος για την ίδια, ο Παύλος Κανελλόπουλος της μετέδωσε τον θαυμασμό για το μεγαλείο της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, χαρίζοντας διέξοδο και στις δικές της πολιτιστικές ανησυχίες. Σύντροφοι στη ζωή μα και στενοί συνεργάτες, αποφάσισαν από κοινού τη δωρεά της Συλλογής τους στο Ελληνικό Δημόσιο, την ίδρυση και ανάπτυξη του Μουσείου Κανελλοπούλου, καθώς και του Ιδρύματος Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου.

«Δεν μας ένωσε μόνο η ζωή, αλλά και οι κοινές αρχές και αντιλήψεις», είχε εξομολογηθεί η ίδια. «Με τον Παύλο… περισσότερο απ’ όλα μας ένωσε η μεγάλη αγάπη μας για τον τόπο μας και την ιστορία του, γιατί εκείνος πάνω απ’ όλα ήταν Έλληνας».

Το 1999, η Αλεξάνδρα Κανελλοπούλου τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το αργυρό μετάλλιο του κορυφαίου πνευματικού Ιδρύματος της χώρας υπήρξε το σύμβολο της συνολικής προσφοράς της στην ελληνική κοινωνία.